εξωτοξίνες

εξωτοξίνες
Προϊόντα του μεταβολισμού των βακτηρίων. Μπορούν να διαχωριστούν από το ζωντανό βακτηριακό κύτταρο και να απομονωθούν από μία υγρή καλλιέργεια βακτηρίων με φυγοκέντρηση ή πέρασμα από φίλτρο. Οι τοξίνες που έχουν απομονωθεί ως χημικά καθαρές ουσίες (τοξίνη του τέτανου και της διφθερίτιδας) διαπιστώθηκε ότι είναι πρωτεΐνες. Είναι εξαιρετικά τοξικές για τον προσβεβλημένο οργανισμό. Για παράδειγμα, η θανατηφόρα δόση της τοξίνης του τέτανου σε κρυσταλλική μορφή είναι, για τα ποντίκια, της τάξης του 0,000,0001 mg (μιλιγκράμ). Οι τοξίνες αυτές ενεργούν ως ένζυμα και φυσικά με αυτήν τους την ιδιότητα είναι αρκετά ασταθή και ευαίσθητα από χημικής πλευράς. Επίσης, είναι ευαίσθητες στο οξυγόνο και στη θερμότητα. Η ευαισθησία τους στη θερμότητα διαφέρει για κάθε τοξίνη· για παράδειγμα, της διφθερίτιδας είναι ευαίσθητη στους 65°C, ενώ η εντεροτοξίνη του σταφυλόκοκκου σε πολύ υψηλότερη θερμοκρασία. Μερικές τοξίνες δείχνουν ιδιαίτερη εκλεκτικότητα για ορισμένους ιστούς· για παράδειγμα, η τοξίνη του τέτανου καταστρέφει τα κύτταρα του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τα συμπτώματά της είναι, κατά κύριο λόγο, παράλυση και εμφανίζονται αρκετές ημέρες μετά την απελευθέρωση της τοξίνης στον οργανισμό. Άλλες όμως τοξίνες είναι ταχύτατες στην επενέργειά τους· για παράδειγμα, οι αιμολυσίνες, που προκαλούν λύση των ερυθροκυττάρων ή οι λευκοτοξίνες εκείνες που καταστρέφουν τα λευκοκύτταρα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο τρόπος δράσης τους δεν είναι γνωστός. Στην περίπτωση των ε. είναι δυνατή η παραγωγή αντισωμάτων από τον οργανισμό, είτε μετά από μία προσβολή είτε με τεχνητή ανοσοποίηση (εμβόλιο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τοξίνες — Ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, πρωτεϊνικής φύσης, που όταν εισχωρήσουν στον οργανισμό, εξαιτίας της παθογόνας δύναμής τους, προκαλούν διάφορες νόσους. Από τις ζωικές τ. αναφέρουμε: την αραχνολυσίνη (που παράγεται από την αράχνη), τη… …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • ενδοτοξίνες — Δομικά συστατικά των βακτηριακών κυττάρων, που ελευθερώνονται μετά τον θάνατο και την αποδιοργάνωσή τους. Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να βρεθούν και σε διυλισμένα υγρά καλλιεργειών (διηθήματα). Στον οργανισμό, η απελευθέρωση των ε. γίνεται όταν… …   Dictionary of Greek

  • εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και …   Dictionary of Greek

  • κλωστρίδιο — (Clostridium). Γένος θετικών κατά γκραμ (Gram+) βακτηρίων, που περιγράφηκαν για πρώτη φορά το 1880 από τον Πολωνό μικροβιολόγο Α. Πραζμόφσκι. Το γένος αυτό περιλαμβάνει κινητά βακτήρια, βακιλοειδούς σχήματος, τα οποία είναι αναερόβια και έχουν… …   Dictionary of Greek

  • τοξιναιμία — και τοξαιμία, η, Ν 1. ιατρ. η παρουσία μεγάλων ποσοτήτων βακτηριακών τοξινών στο αίμα, χωρίς ανάλογη αύξηση τού αριθμού τών μικροβίων τα οποία τίς παράγουν, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις νόσων από βακτήρια που δρουν με τις εξωτοξίνες τους 2. φρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”